- προτερημάτων
- προτέρημαadvantageneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακομοιριά — η (Μ κακομοιριά, Α κακομοιρία) [κακόμοιρος] κακή μοίρα, δυστυχία, αθλιότητα·. νεοελλ. έλλειψη καλής διαπλάσεως ή υψηλού φρονήματος, η έλλειψη προτερημάτων ή καλής εμφανίσεως … Dictionary of Greek
Άμεσα Σπέντα — Στην αβεστική γλώσσα σημαίνει Οι Άγιοι Αθάνατοι και υπονοεί τους έξι αρχάγγελους του ζωροαστρισμού, που αποτελούν προσωποποίηση θεολογικών εννοιών ή στοιχείων της φύσης, βρίσκονται υπό τις διαταγές του Άχουρα Μάζντα, του μοναδικού θεού της… … Dictionary of Greek
Γκουερτσίνο, Τζοβάνι Φραντσέσκο Μπαρμπιέρι — (Giovanni Francesco Barbieri Guercino, Τσέντο, Φεράρα 1591 – Μπολόνια 1666). Ιταλός ζωγράφος. Στη διαμόρφωσή του επέδρασε ο Λουντοβίκο Καράτσι, που χρησιμοποιούσε ισχυρές φωτοσκιάσεις για να τονίζει τα νατουραλιστικά έργα του, προαγγέλλοντας το… … Dictionary of Greek
Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)